-
1 путешествие
путешествие с το ταξίδι, ο γύρος· \путешествие вокруг света о γύρος του κόσμου* * *сτο ταξίδι, ο γύροςпутеше́ствие вокру́г све́та — ο γύρος το υ κόσμου
-
2 плавание
плаваниес1. τό κολύμπι, τό κολύμ-βημα, ἡ κολύμβηση [-ις]·2. (на судах) ὁ πλοῦς, τό πλεύσιμο, ἡ θαλασσοπορία, ἡ ρότα:каботажное \плавание ἡ ἀκτοπλοΐα· кругосветное \плавание ὁ γύρος τοῦ κόσμου μέ πλοίο, ὁ γῦρος τοῦ κόσμου διά θαλάσσης· дальнее \плавание ὁ μακρινός πλοῦς, τό μακρινό θαλασσινό ταξίδι, ἡ ὠκεανο-πλοΐα· отправляться в \плавание σαλπάρω, ἀποπλέω, ξεκινώ γιά ταξίδι. -
3 вокруг
вокругнареч и предлог ὁλόγυρα, τριγύρω, γύρω, πέριξ:\вокруг света ὁ γύρος τοῦ κόσμου· ходить \вокруг до́ма περπατώ γύρω ἀπό τό σπίτι· ◊· ходить \вокруг да около τά στριφογυρίζω, τά κλώθω. -
4 кругосветный
кругосветн||ыйприл:\кругосветныйое путешествие ὁ γύρος τοῦ κόσμου· \кругосветныйое плавание ὁ περίπλους τής γής. -
5 путешествие
путешествиес τό ταξίδι, ὁ πλους, ὁ διάπλους/ ἡ θαλασσοπορία (по морю):кругосветное \путешествие ὁ γῦρος τοῦ κόσμου· совершить \путешествие κάνω ταξίδι. -
6 кругосветный
[κρουγασβιέτνυϊ] εκ. ο γύρος του κόσμου -
7 кругосветный
[κρουγασβιέτνυϊ] επ ο γύρος του κόσμου -
8 плавание
-я ουδ.1. ο πλους, πλεύση•дальнее плавание μακρινός πλους•
плавание вокруг света ή кругосветное плавание ο γύρος του κόσμου με πλωτό μέσο•
каботажное плавание ακτοπλοΐα•
отправиться в плавание αποπλέω, σαλπάρω•
находиться в -и βρίσκομαι σε πλου.
2. κολύμβηση• κολύμπι•школа -я σχολή κολύμβησης.
-
9 путешествие
-я ουδ.οδοιπορία• ταξίδι• περιήγηση• περιοδεία•путешествие вокруг света ή кругосветное ο γύρος του κόσμου•
описание -ий περιγραφή ταξιδιών, το οδοιπορικό.
См. также в других словарях:
Кандия, Педро де — Педро де Кандия греч. Πέδρο δε Κάνδια … Википедия
Γουέλς, Όρσον — (Orson Welles, Γουισκόνσιν 1915 – 1985). Αμερικανός σκηνοθέτης και ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου. Καλλιτέχνης με εξαιρετικά πρώιμο ταλέντο, έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο Gate Theater του Δουβλίνου σε ηλικία 16 ετών,… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… … Dictionary of Greek
Σαμίσο, Αντελμπερτ φον — (Chamisso). Γερμανός ποιητής γαλλικής καταγωγής (Πύργος ντε Μπονκούρ, Καμπανία 1781 Βερολίνο 1838). Κατάφυγε στη Γερμανία, μαζί με την οικογένεια του, μετά το 1789 και μεγάλωσε στην πρωσική αυλή· το 1806 εγκατάλειψε τη στρατιωτική σταδιοδρομία… … Dictionary of Greek
Βερν, Ιούλιος (Ζιλ) — (Jules Verne, Ναντ 1828 – Αμιένη 1905). Γάλλος συγγραφέας, πατέρας της σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας. Σπούδασε νομικά στο Παρίσι. Η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα έγινε με ένα διήγημα στο περιοδικό Οικογενειακό Μουσείο (Musée de Famille), το … Dictionary of Greek
πανόραμα — Μεγάλη εικόνα τοποθετημένη κυκλικά, σ’ όλη την έκταση μιας οικοδομής κατασκευασμένης για τον σκοπό αυτό, ώστε ο θεατής, που βρίσκεται στο κέντρο, να έχει την εντύπωση ότι βρίσκεται μπροστά στην πραγματικότητα. Ο όρος χρησιμοποιείται και για ένα… … Dictionary of Greek
Νίβεν, Ντέιβιντ — (David Νiven, Κιριρμούιρ, Σκοτία, 1910 – 1983). Βρετανός ηθοποιός. Η πρώτη του αξιομνημόνευτη εμφάνιση έγινε με τη συμμετοχή του στο έργο Αερομαχία του δυτικού μετώπου (1938), με τον Ε. Φλιν. Το παρουσιαστικό του και οι φλεγματικές του ερμηνείες… … Dictionary of Greek
Μπλάσκο Ιμπάνιεθ, Βιθέντε — (Vicente Blasco Ibanez, Βαλένθια 1867 – Μεντόνε 1928). Ισπανός μυθιστοριογράφος. Επαναστάτης στα νιάτα του και φανατικός δημοκρατικός ως τα τελευταία του χρόνια (έγραψε εναντίον του Αλφόνσου ΙΓ’ και πέθανε εξόριστος), είχε ζωή τρικυμιώδη και… … Dictionary of Greek
Βαγιάν, Ογκίστ Νικολά — (Auguste Nicola Vaillant, 1793 1858). Γάλλος ναυτικός. Υπηρέτησε στο πολεμικό ναυτικό και σύντομα έγινε αξιωματικός. Στη συνέχεια υπηρέτησε στην Ολλανδία ως υπολοχαγός του πυροβολικού, αλλά το 1816 καθαιρέθηκε με την κατηγορία ότι ήταν… … Dictionary of Greek
Ιωαννίδης, Ιωάννης — (Καβάλα 1931 –).Παιδαγωγός και συγγραφέας. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρούπολης, στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο Βηρυττού και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (αγγλική φιλολογία)· έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek